- κολποπερινεορραφία
- η ιατρ. βλ. κολποπερινεοπλαστική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολποπερινεοπλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνδυάζει οπίσθια κολπορραφία και αποκατάσταση λειτουργικά ισχυρού περινέου σε περιπτώσεις ρήξης του ή πρόπτωση τής μήτρας, αλλ. κολποπερινεορραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpoperineoplastie <… … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek